- περισπασμόν
- περισπασμόςwheeling roundmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
отътъргновеньѥ — ОТЪТЪРГНОВЕНЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Действие по гл. отътъргнѹти в 3 знач.: по малѹ ѿ плотьныхъ потребъ винами. и ѿторъгновенью быти намъ. (τὸν περισπασμόν) ПНЧ к. XIV, 100в. Ср. отътьргновеньѥ … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περισπασμός — ο, ΝΑ [περισπώ] 1. απασχόληση, απομάκρυνση από την κύρια εργασία, απόσπαση τής προσοχής σε αντικείμενο διαφορετικό από το κυρίως ενδιαφέρον έργο 2. συνεκδ. μέριμνα, φροντίδα, έγνοια, σκοτούρα, στενοχώρια τού βίου («οικογενειακοί περισπασμοί») αρχ … Dictionary of Greek
υλικός — ή, ό / ὑλικός, ή, όν, ΝΜΑ [ὕλη] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ύλη ή αποτελείται από ύλη, σε αντιδιαστολή προς τον άυλο (α. «υλικός κόσμος» β. «ὑλικὴ ουσία», Αριστοτ.) 2. εγκόσμιος, γήινος, φθαρτός, σε αντιδιαστολή με τον υπερκόσμιο, τον… … Dictionary of Greek